- δημαρχίας
- δημαρχίᾱς , δημαρχίαthe officefem acc plδημαρχίᾱς , δημαρχίαthe officefem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Konstantinos Koukidis — Mahnmal für Konstantinos Koukidis Die Fla … Deutsch Wikipedia
βασίλεια — (γερμ. Bâsel, γαλλ. Bâle). Πόλη (166.000 κάτ. το 2000) της Ελβετικής Ομοσπονδίας, πρωτεύουσα του ημικαντονίου Βασιλεία Πόλη (γερμ. Bâsel Stadt, γαλλ. Bâle Ville), το οποίο έχει έκταση μόλις 37 τ. χλμ. και 187.700 κατοίκους (2000). Είναι χτισμένη… … Dictionary of Greek
βασιλεία — (γερμ. Bâsel, γαλλ. Bâle). Πόλη (166.000 κάτ. το 2000) της Ελβετικής Ομοσπονδίας, πρωτεύουσα του ημικαντονίου Βασιλεία Πόλη (γερμ. Bâsel Stadt, γαλλ. Bâle Ville), το οποίο έχει έκταση μόλις 37 τ. χλμ. και 187.700 κατοίκους (2000). Είναι χτισμένη… … Dictionary of Greek
γκέτο — Ονομασία που δόθηκε τον 16o αι. στις συνοικίες ευρωπαϊκών πόλεων, όπου κατοικούσαν υποχρεωτικά οι Εβραίοι. Η λέξη πιθανότατα προέρχεται από την εβραϊκή συνοικία της Βενετίας όπου υπήρχε ένα χυτήριο (getto). Η συνήθεια των Εβραίων να… … Dictionary of Greek
δημαρχία — η (AM δημαρχία) [δήμαρχος] το αξίωμα, το υπούργημα τού δημάρχου νεοελλ. 1. η άσκηση τού δημαρχικού αξιώματος 2. ο χρόνος τής δημαρχικής θητείας («επί τής δημαρχίας του») 3. το δημαρχείο αρχ. 1. η ρωμαϊκή δημαρχία, (tribunatus) 2. γεν. το αξίωμα 3 … Dictionary of Greek
Έβερτ, Μιλτιάδης — (Αθήνα 1939 –). Πολιτικός και οικονομολόγος. Σπούδασε στην Ανώτατη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών (Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών) και εργάστηκε ως διοικητικός διευθυντής σε μεγάλες βιομηχανίες και ως οικονομικός σύμβουλος της… … Dictionary of Greek
Σε, Ζαν - Μπατίστ — (Say). Γάλλος οικονομολόγος (Λυών 1767 Παρίσι 1832). Μέλος της Δημαρχίας (1799 1804), παύτηκε γιατί αρνήθηκε να υποστηρίξει με τα συγγράμματα του τη δημοσιονομική πολιτική του Ναπολέοντα και επιδόθηκε με επιτυχία στην υφαντουργία. Μετά την… … Dictionary of Greek